​​​​​​​            
Η ΣΧΟΛΗ ΤΟΥ ΝΤΙΣΕΛΝΤΟΡΦ ΚΑΙ Η CONCEPTUAL ART

    Είναι γνωστό και αποδεδειγμένο ιστορικά, ότι οι Γερμανοί αγαπούν την οργάνωση, την ευταξία, για μην πω την τάξη που στις μέρες για κάποιους, ιδίως όταν συνοδεύεται και από το νόμο,  ενέχει μια απαξία ως λέξη. Έχουν και μια προτίμηση γενικώς στο να προκρίνουν το κοινωνικό σύνολο και τη, μέσω της οργάνωσης και της ευταξίας που επιβάλει το Κράτος, πρόοδο και ευημερία του, από τον ίδιο τον πολίτη και τις προσωπικές του ιδιαιτερότητες και προτιμήσεις.  Όπως έδειξε η ιστορία, πιστεύουν ακράδαντα, ότι ο πολίτης υπάρχει για το Κράτος και όχι το αντίθετο. Το τελευταίο μάλλον δεν θα το έλεγε κάποιος για τους μεσογειακούς Έλληνες, Ιταλούς ή Ισπανούς. 

     Δεν είναι τυχαίο λοιπόν, ότι τον τρόπο και τη μέθοδο φωτογράφισης που στην ιστορία της φωτογραφίας έλαβε το  βαρύγδουπο χαρακτηρισμό «Σχολή του Ντίσελντορφ», εμπνεύστηκαν, εφάρμοσαν, δίδαξαν και  δευτερευόντως διέδωσαν κυρίως Γερμανοί. Κατά τη Σχολή αυτή, στη διαδικασία φωτογράφισης, ο φωτογράφος, η μοναδικότητά του, η ιδιοσυγκρασία του, η κουλτούρα του, η αισθητική του, οι μέχρι τότε εμπειρίες του, οι φόβοι και οι αμφιβολίες του, εξαφανίζονται. Δεν έχουν καμιά σημασία, ούτε και αξία. Σημασία έχει να φωτογραφίσεις κατά  ψυχρό (λέει) τρόπο, πλήρως αντικειμενικό, μετωπικά το θέμα σου, με γκρίζους ομοιόμορφους ουρανούς χωρίς ίχνος σύννεφου,  με ομοιόμορφο φωτισμό, χωρίς ίχνος φωτοσκίασης,  με σκοπό εκ προοιμίου δεδηλωμένο : να πετύχεις μια σειρά φωτογραφιών, με εντελώς ομοιόμορφα χαρακτηριστικά. Ο θεατής των φωτογραφιών σου, πίσω από κάθε φωτογραφία σου, δεν πρέπει να ψάχνει το φωτογράφο και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της φωτογραφικής ματιάς του καθενός, αλλά αν πέτυχες και πόσο  την τυπολογία της αρχικής ιδέας.  Ο στίβος της διάκρισης, (τρόπος του λέγειν καθώς δεν πιστεύω ότι η τέχνη είναι πρωταθλητισμός),  δεν είναι η μοναδικότητα του έργου τέχνης που αντανακλά το μοναδικότητα του δημιουργού του,   αλλά οι ικανότητες του τελευταίου, στην υπομονή, την οργάνωση, την ευταξία και την πειθαρχία στην πιστή εκτέλεση της αρχικής ιδέας. 

    Σε κάποιους αρέσει. ΟΚ. Στην ταπεινότητά μου,  και το δηλώνω ευθαρσώς, όχι.  Άλλωστε καθένας με τις επιλογές του πορεύεται στη ζωή.  Και για να το προχωρήσω λίγο, θεωρώ ότι οι θεωρητικές επιλογές της Σχολής του Ντίσελντορφ, έκαναν κακό στη τέχνη της φωτογραφίας και έγιναν υπαίτιες, ίσως και χωρίς ενσυνείδητη πρόθεση των Becker, να εισαχθεί στη φωτογραφία ο όρος της εννοιακής τέχνης (conceptual art) που, εξελισσόμενος, μεταλλασσόμενος και διαχρονικά τελειοποιούμενος,  κυριάρχησε απόλυτα  στον κόσμο της φωτογραφίας,  από τη δεκαετία του 80 και μετά,   και μέχρι και τις μέρες μας. 

Η Wikipedia προσδιορίζει τον όρο με την περιγραφή, ότι η ιδέα πίσω από το έργο, είναι πιο σημαντική από ίδιο το έργο και την αισθητική του.  Με πολύ απλά λόγια η εννοιακή τέχνη απαρνείται τη συγκίνηση και κατά κάποιο τρόπο και την αφαίρεση στην τέχνη και επιλέγει να μετατρέψει το έργο σε διαφήμιση του προφανούς. Κάτι σαν διαφημιστική φωτογραφία, που αντί για προϊόντα, πουλάει ιδέες. Και επειδή τα άυλα δεν φωτογραφίζονται, σε αντίθεση με τα ενσώματα αντικείμενα (και υποκείμενα) του εξωτερικού κόσμου, η φωτογραφιζόμενη έννοια πρέπει να είναι    σχηματικά απλοϊκή και μονοσήμαντη και να στηρίζεται σε έναν πρωτότυπο τρόπο προβολής της. Να εντυπωσιάζει δηλαδή με την πρωτοτυπία, και να γίνεται κατανοητή με την απλοϊκότητα. Και βέβαια να υποστηρίζεται από περιγραφικό λόγο (Statement του καλλιτέχνη, του Curator, ή του ιστορικού της τέχνης), τις περισσότερες φορές, παρά το λογοτεχνίζον ύφος του,  απλοϊκό, και σίγουρα  εύληπτο. Και αυτό γιατί όλοι σε όσους απευθύνεται το έργο, κυρίως όμως οι γκαλερίστες και οι θεατές (σωστότερα οι καταναλωτές), πρέπει να καταλάβουν απ’ αυτό το ίδιο πράγμα. Πρέπει το περιεχόμενο του έργου να μην είναι σύνθετο, αλλά αντίθετα να είναι εύληπτο από όλους για να είναι και ευπώλητο. Τόση και τέτοια αξία επιφυλάσσουν οι οπαδοί της στην τέχνη που υπηρετούν. Ωσάν ο Καβάφης να δημοσίευε το «Απολίπειν ο Θεός Αντώνιο» σε εικονογραφημένη έκδοση με επεξηγηματικές φωτογραφίες, ή ο Picasso να εξέθετε τις «Δεσποινίδες τις Αβινιόν», με προεισαγωγικό επεξηγηματικό statement.   

Χάνεται με λίγα λόγια η αυτοτέλεια και η δύναμη του κάδρου και της φωτογραφίας ως οπτικής τέχνης, ακυρώνονται οι πολλαπλές αναγνώσεις του, αναιρείται η συγκίνηση, ως αποτέλεσμα της θέασης και των οπτικών ανακλαστικών του εγκεφάλου,  και τη θέση τους καταλαμβάνουν, η ευρηματικότητα και η πρωτοτυπία της ιδέας, η απλοϊκή φωτογραφική αποτύπωσή της, μέσω μιας σειράς φωτογραφιών και κυρίως ο εντυπωσιακός και πάντως πρωτότυπος  τρόπος παρουσίασης της.       

    Δεν είναι τυχαίο ότι  οι επίγονοι της Σχολής του Ντίσελντορφ, οι μαθητές των Becker, εξελίσσοντας την αρχική θεωρία, έγιναν ευρέως γνωστοί και για τις επιδόσεις τους στο χρηματιστήριο της τέχνης. Αλλά ο Ρήνος ΙΙ του Andreas Gurski δεν αποκτά φωτογραφική αξία, μόνο και μόνο επειδή τυπώθηκε με πλάτος της μεγάλης πλευράς πάνω από 3,5μ και πουλήθηκε σε δημοπρασία πάνω από 4.000.000 €.   Παραμένει μια μέτρια, κοινότυπη, απλοϊκή, μινιμαλιστική φωτογραφία, άσχετα αν κάποια εταιρία, ή κάποιος νεόπλουτος, την αγόρασε στην πιο πάνω τιμή. Το μέγεθος εκτύπωσης μιας φωτογραφίας δεν αυξάνει, ούτε μειώνει, την καλλιτεχνική της αξία. Αυτή υπάρχει, ή δεν υπάρχει, είτε σε εκτύπωση σε 10εκ χ 15εκ,  είτε σε μια άλλη 2μ χ 4μ. Απλώς η δεύτερη εκδοχή της δεν απευθύνεται σε εμένα τον γράφοντα ως καταναλωτή, καθώς δεν έχω ελεύθερο τοίχο 2μ χ 4μ στο σαλόνι μου, αλλά ούτε και το ανάλογο budget για την αγορά της,  αλλά στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα πχ, ή τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, το φουαγιέ των οποίων, έχει ελεύθερους τοίχους τέτοιων διαστάσεων και μπορούν να πληρώσουν αυτή την τιμή στο δημιουργό της, αφού,  ούτως ή άλλως, το ποσό της δαπάνης, θα καταχωρηθεί στην στήλη εξόδων των βιβλίων τους και θα εκπέσει από τα παχυλά έσοδά τους.   Αν πάλι αγοραστεί ένα τέτοιο «έργο» από  ιδιώτη, μπορώ βάσιμα να υποπτευθώ ότι στο πίσω μέρος του μυαλού του, ήταν να τη μεταπωλήσει λίγα χρόνια μετά, ακριβότερα σε κάποιον πλουσιότερο νεόπλουτο,  χωρίς προσωπική άποψη για την τέχνη, αλλά ετερόφωτο και ευεπίφορο στην επιρροή του  γκαλερίστα εμπόρου της τέχνης.  

    ΟΚ, και είναι τελικά απορριπτέα όλα αυτά ? Όχι βέβαια. Ο καθείς και οι επιλογές του. Μην πω ότι ο Gurski είναι πανέξυπνος, ικανότατος, με αναλυτικές και συνθετικές ικανότητες marketing  και τελικά, μαγκιά του.  Απλώς ο  φωτογράφος πριν σηκώσει τη μηχανή του, πρέπει να αποφασίσει για ποιο λόγο φωτογραφίζει. Γιατί μη γελιόμαστε. Χωρίς τις επινοήσεις της conceptual (και αναγκαστικά projectual) fine art, δεν αποκτάς εύκολα σήμερα δημοσιότητα και πολύ περισσότερο, (για όσους στοχεύουν σε αυτό και δεν είναι λίγοι), πλουτισμό.  Είναι άλλο πράγμα να θέλεις να δημιουργήσεις, παράγοντας συγκίνηση και, (δυνητικά πάντα), να επικοινωνήσεις τις ανησυχίες σου, τις αμφιβολίες και την ευαισθησία σου για το κόσμο  με το θεατή σου, μέσω της αυτοτέλειας και του μη εξηγήσιμου  λεκτικά κάδρου,  και άλλο να φωτογραφίζεις  με στόχο το μελλοντικό καταναλωτή του έργου σου, με όρους marketing. 

    Τα παραπάνω προφανώς και δεν είναι η αντικειμενική αλήθεια, άλλωστε τέτοια δεν υπάρχει στην τέχνη, αλλά είναι η δική μου αλήθεια, με την οποία και πορεύομαι στη ζωή μου, πρώτιστα αξιακά, και δευτερευόντως φωτογραφικά. 
                                                                                             Καβάλα Απρίλιος 2022    
                                                                                             Δημοσθένης Βαρδαβούλιας 
                                                                                             Βιοποριζόμενος Δικηγόρος,
                                                                                             Ερασιτέχνης Φωτογράφος. 
               


Back to Top